- αμεσολάβητος
- -η, -ο (Μ ἀμεσολάβητος, -ον) [μεσολαβῶ]αυτός που γίνεται δίχως μεσολάβηση, δίχως την παρέμβαση τρίτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμεσολάβητος — not seized by the middle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεσολάβητος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς την παρέμβαση τρίτου: Η συμφιλίωσή τους ήταν αμεσολάβητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεσολαβήτως — ἀμεσολάβητος not seized by the middle adverbial ἀμεσολάβητος not seized by the middle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεσολάβητον — ἀμεσολάβητος not seized by the middle masc/fem acc sg ἀμεσολάβητος not seized by the middle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)